- βιοφθόρα
- βιοφθόροςdestructive of lifeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιοφθορά — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει γενικά τη φθοροποιό δράση των οργανισμών σε διάφορα υλικά. Σε άλλες περιπτώσεις η δράση αυτή είναι χρήσιμη, ενώ σε άλλες είναι πιθανό να προκαλέσει εκτεταμένες βλάβες σε σημαντικές ανθρώπινες κατασκευές … Dictionary of Greek